σαντιγί

σαντιγί
το
(λ. γαλλ.), άκλ., είδος κρέμας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… …   Dictionary of Greek

  • σαντιγύ — και δ. γρφ. σαντιγί, η, Ν άκλ. κρέμα παρασκευασμένη από γάλα, βούτυρο, αβγά, ζάχαρη και άλλα υλικά, με την οποία περιχύνονται τα γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chantilly < γαλλ. φρ. creme ala Chantilly «κρέμα φτειαγμένη κατά τον τρόπο τού… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Βερνάρδος του Κλερβό — (Bernard de Clairvaux, Φοντέν, Ντιζόν 1091 – Κλερβό 1153). Φιλόσοφος, θεολόγος και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε, μαζί με τον Ούγο και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτορα, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του μυστικισμού της εποχής του. Μοναχός σε …   Dictionary of Greek

  • Ερμάν, Αμπέλ — (Αbel Hermant, Παρίσι 1862 – Σαντιγί 1950). Γάλλος συγγραφέας. Αρχικά έγραψε νατουραλιστικά και ψυχολογικά μυθιστορήματα, όπως τα Ναταλία Μαντορέ (1888) και Σέργιος (1891), για να βρει αργότερα την έκφραση του καλλιτεχνικού του ταλέντου στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”